οἰκοσιτία

οἰκοσιτία
οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία
living at one's own expense
fem nom/voc/acc dual
οἰκοσιτίᾱ , οἰκοσιτία
living at one's own expense
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οικοσιτία — οἰκοσιτία, ἡ (Α) [οικόσιτος] το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα …   Dictionary of Greek

  • μιαροσιτία — μιαροσιτία, ἡ (Α) μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”